- κατέπεφνεν
- κατέπεφνονkillaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατέπεφνον — (Α) (ποιητ. τ. αόρ. β χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔ πε φν ον (βλ. λ. θείνω)] … Dictionary of Greek